- επάναγκος
- ἐπάναγκος, -ον (Α)1. αναγκαίος, απαραίτητος2. υποχρεωμένος να κάνει κάτι3. καταναγκαστικός, που απαιτείται με νόμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπάναγκος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάναγκον — ἐπάναγκος masc/fem acc sg ἐπάναγκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανάγκοις — ἐπάναγκος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανάγκου — ἐπάναγκος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανάγκους — ἐπάναγκος masc/fem acc pl ἐπανάγκης it is compulsory masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανάγκων — ἐπάναγκος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανάγκῳ — ἐπάναγκος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάναγκοι — ἐπάναγκος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek